προσπάθεια

προσπάθεια
η, ΝΜΑ, και προσπαθία Α [προσπαθής]
νεοελλ.
1. η πνευματική ή η σωματική ενέργεια που συνοδεύεται από ζήλο και έντονη δραστηριότητα, η ταυτόχρονη ένταση τών σωματικών και πνευματικών δυνάμεων για την επίτευξη ενός σκοπού («καταβάλλει μεγάλη προσπάθεια προκειμένου να πετύχει στις εξετάσεις»)
2. απόπειρα, δοκιμή (α. «έγινε μια ακόμη προσπάθεια προσέγγισης τών δύο πλευρών για την κατάπαυση τού πολέμου» β. «ο ακοντιστής απέτυχε και στις τρεις προσπάθειες»)
μσν.-αρχ.
1. (με κακή ή καλή σημ.) προσήλωση ή αφοσίωση με πάθος σε κάποιον ή σε κάτι ή και έντονη επιθυμία για κάποιον ή για κάτι («προσπάθειαι αἱ σαρκικαί», Κλήμ. Αλ.)
2. κλίση, ροπή προς κάτι
3. μεροληψία
4. (φιλοσ.) η προσήλωση τής ψυχής στο σώμα και στα πάθη του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προσπαθείᾳ — προσπαθείᾱͅ , προσπάθεια passionate attachment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπάθεια — passionate attachment fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπάθεια — η 1. καταβολή έντονης πνευματικής και σωματικής δύναμης για κάποιο σκοπό: Κάθε προσπάθειά μου μια καταδίκη είναι γραφτή (Καβάφης). 2. απόπειρα, δοκιμή: Θα κάνω μια προσπάθεια ακόμα να τον πείσω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσπαθείας — προσπαθείᾱς , προσπάθεια passionate attachment fem acc pl προσπαθείᾱς , προσπάθεια passionate attachment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαθειῶν — προσπάθεια passionate attachment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπαθείαις — προσπάθεια passionate attachment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπάθειαι — προσπάθεια passionate attachment fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσπάθειαν — προσπάθεια passionate attachment fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”